ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014
Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
ΚΕΦ. 15
Μετά τη «στάση του νίκα» μεγάλο μέρος της Πόλης ξαναχτίζεται. Ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι το πρώτο και το μεγαλύτερο έργο.
Η Μεγάλη Εκκλησία γίνεται κέντρο της θρησκευτικής και της εθνικής ζωής του Βυζαντίου.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ.
Πρώτη φροντίδα του Ιουστινιανού, μετά τη «στάση του νίκα», ήταν να χτίσει ό,τι καταστράφηκε και να κάνει την Πόλη ακόμη καλύτερη. Το πιο σημαντικό από τα έργα του ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας.Ανέθεσε το χτίσιμό της σε δυο ονομαστούς Έλληνες αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο.Επιθυμία και εντολή του ήταν ο ναός της Σοφίας του Θεού να χτιστεί έτσι, ώστε να ζήσει αιώνες και όμοιός του να μην υπάρχει πουθενά.
ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Ο Ιουστινιανός ήθελε το ναό αυτό να τον νιώθουν δικό τους όχι μόνο οι κάτοικοι της Πόλης αλλά όλης της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό ζήτησε απ’ όσους επιθυμούσαν να προσφέρουν υλικά και χρήματα για το χτίσιμό του. Πολύτιμα μάρμαρα και δυσεύρετα υλικά από κάθε γωνιά του κράτους προσφέρθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Πόλη. Δέκα χιλιάδες εργάτες και διαλεχτοί τεχνίτες εργάστηκαν πέντε χρόνια χωρίς διακοπή, για να ολοκληρώσουν το έργο.
Η στήλη του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη: Η καλυμμένη με χαλκό οπή που υπάρχει πιστεύεται ότι έχει θαυματουργικές δυνάμεις για όσους θα βάλουν το δάχτυλο τους, κάνουν μια πλήρη δεξιόστροφη περιστροφή της παλάμης τους και στη συνέχεια κάνουν μια ευχή.
ΡΥΘΜΟΣ
Σε πρώτο πλάνο η Αγία Σοφία του Θεοδοσίου, στη μέση η Δ΄Αγία Σοφία του Ιουστινιανού(537) και στο βάθος η εκκλησία όπως αποκαταστάθηκε μετά από σεισμό και αφού προστέθηκε ο μεγάλος τρούλος(557)
Οι δύο αρχιτέκτονες, για να πρωτοτυπήσουν, συνδύασαν το ρυθμό της ορθογώνιας βασιλικής, με τον οποίο είχαν χτιστεί οι πρώτοι χριστιανικοί ναοί, και του περίκεντρου ναού με τρούλο. Έτσι γεννήθηκε το σχέδιο της Αγίας Σοφίας και ο νέος ρυθμός, η βασιλική με τρούλο.Ο ρυθμός αυτός επηρέασε την αρχιτεκτονική των ναών τόσο, ώστε ακόμη και στις μέρες μας πολλοί ναοί να κτίζονται με αυτό το σχέδιο.
ΘΥΡΑΝΟΙΞΙΑ
Η Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε το 537 μ.Χ. και ήταν ηκαλύτερη στον κόσμο. Ο Ιουστινιανός, όταν προσήλθε στο ναό την ημέρα των εγκαινίων, σήκωσε εντυπωσιασμένος τα μάτια του στον ουρανό και ψιθύρισε: «Nενίκηκά σε Σολομώντα!».
Στους αιώνες που ακολούθησαν ο ναός στέγασε όλες τις δόξες και τις δοκιμασίες της Πόλης και της αυτοκρατορίας. Εκεί στέφονταν οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες και τελούνταν οι δοξολογίες των θριάμβων. Εκεί γίνονταν και οι παρακλήσεις του λαού προς την Παναγία για τη σωτηρία της Πόλης, στις ώρες των κινδύνων που την απειλούσαν.
Η ΚΡΗΝΗ
Στο προαύλιο του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη λέγεται πως υπήρχε μια κρήνη στην οποία αναγραφόταν η καρκινική φράση ΄΄ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ΄΄, (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν ) ξέπλυνε δηλαδή τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου. Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το ίδιο νόημα.
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ
Η Αγία Σοφία (τουρκ. Ayasofya, λατ. Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), γνωστή και ως Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά η Μεγάλη Εκκλησία, ήταν από το 360 μέχρι το 1453 ορθόδοξος καθεδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης, με εξαίρεση την περίοδο 1204-61 κατά την οποία ήταν ρωμαιοκαθολικός ναός, που μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκε σε τζαμί μέχρι το 1934 και αποτελεί σήμερα μουσειακό χώρο (τουρκ. Ayasofya Müzesi). Ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, πρωτοποριακού σχεδιασμού, και υπήρξε σύμβολο της πόλης, τόσο κατά τη βυζαντινή όσο και κατά την οθωμανική περίοδο. Το παρόν κτίσμα ανεγέρθηκε τον 6ο αιώνα, επί βασιλείας του Ιουστινιανού Ά, από τους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις (σημ. Αϊδίνιο) και Ισίδωρο από τη Μίλητο.Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής με τρούλο και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά . Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί, (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του (ο σύγχρονος ιστορικός Προκόπιος λέει: …δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη…). Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ. πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο. Εσωτερικά ο Ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες εξαρτώμενες από τους πεσσούς σε τρία κλίτη. Ο όλος Ναός αποτελείται από τα εξής μέρη:Το αίθριο: υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή στο μέσον της οποίας ήταν η «κομψή φιάλη» η μαρμάρινη κρήνη που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ».
http://blogs.sch.gr/speaker
ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ!
ΡΟΔΙΤΙΚΑ ΤΟΥΒΛΑ
Τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ήταν από τη Ρόδο και ήταν 6 φορές πιο ελαφριά από τα κανονικά. Πάνω είχαν χαραγμένες ευχές.
Μάλιστα λένε ότι ο ασβέστης πλάστηκε με λάδι αντί για νερό.
Ο απέραντος θόλος της Αγιά Σοφιάς είναι κατασκευασμένος από ελαφρά τούβλα της Ρόδου. Τούβλα ροδίτικα φτιαγμένα από τόσο ελαφρύ χώμα, περίπου το ένα πέμπτο του βάρους των κανονικών ή κατ’ άλλους δώδεκα από αυτά ζύγιζαν όσο ένα κοινό τούβλο. Αυτά τα ροδίτικα τούβλα δέθηκαν μεταξύ τους γερά, γιατί και ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό, ώστε ο ναός να γίνει πιο ανθεκτικός και η βροχή και η υγρασία να μη περνούν στο εσωτερικό του. Λέγεται μάλιστα ότι τα τούβλα είναι σφραγισμένα με σφραγίδες με διάφορες ευχές για την στερέωση του ναού ή με μια ευχή κατά τον Ψευδοκωδικό που λέει “Ο Θεός εν μέσω αυτής και ου σαλευθήσεται...”.
ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Αν κάποια εκκλησιά ειχε λόγους να συμβολίζει τον κόσμο.αυτή ηταν η Αγία Σοφία.Συνδέονταν με το παλάτι του αρχηγού του Βυζαντινού κράτους.Θα αναφερθώ στην σημασία της καινοτομίας του τρούλου που εχει μια μυστική κοσμολογική σημασία που προήλθε απο τον ταφικό συμβολισμό των Ρωμαίων και διαφορες δοξασίες του Ιράν και της Ινδίας.Στον τρούλο της Αγίας Σοφιάς υπάρχουντα σχήματα σφαίρας και κύβου.Στα αρχαία Ελληνικά μυστήρια η σφαίρα συμβόλιζε τον Ουρανό και με τα λεγόμενα του Πλάτωνα ο κύβος ειναι η γεωμετρική αναπαράσταση της Γης.Πολλά τα ενδιαφέροντα σημεία μέσα στον Ναό που ολοι οσοι πήγαμε τα θαυμάσαμε,ομως θα σταθώ σε δύο απο τα πιο ασυνήθιστα και πιο αγνοημένα τον ομφαλό και την δακρύζουσα κολώνα.Ο ομφαλός θεωρείτο το ιερότερο σημείο του ναού που γινόταν η στέψη του Αυτοκράτορα.Η δακρύζουσα κολώνα ειναι ενας τετράγωνος μαρμάρινος κίονας στην ΒΔ γωνία ,ο οποιος ιδρώνει εδω και πολλούς αιώνες.Το μέταλλο με το οποίο ειναι επενδεδυμένος,εχει λειανθεί απο τα χέρια των τουριστών , ολοι ακουμπούν και θαυμάζουν το περίεργο αυτό συμβάν.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
1. Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
Την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγια-Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμα η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε τη λειτουργία πήρε αμέσως το Άγιο Δισκοπότηρο, ανέβηκε στα κατηχούμενα, εμπήκε σε μια θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Είναι θέλημα Θεού ν’ ανοίξει μόνη της η θύρα, όταν έλθει η ώρα, και θα βγει από κει ο παπάς, να τελειώσει τη λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, όταν θα πάρουμε πίσω την Πόλη.
2. Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
Την μέρα που πάρθηκε η Πόλη, έβαλαν σ’ ένα καράβι την Άγια Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς, να την πάει στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η Άγια Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη, που είναι πάντα εκεί, και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
“Ο Ιουστινιανός διέταξε και μαζεύτηκαν για το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας οι ωραιότεροι κίονες και τα λαμπρότερα καλλιτεχνήματα από τους ειδωλολατρικούς ναούς. Έτσι κατεστράφησαν ο ναός Μπάαλμεκ στο Λίβανο της Συρίας, ο περίφημος της ελληνιστικής εποχής ναός της Παλμύρας, της Ηλιουπόλεως, ο επίσης περίφημος στην Έφεσο, ναός της Αρτέμιδος, ένα των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου και τα περικαλλή μνημεία των Αθηνών, των Θηβών και άλλων κλασικών τόπων. Και δαπανήθηκαν περισσότερα από 300 εκατομμύρια δραχμές τότε. Στην τελετή των εγκαινίων, την ημέρα που ο Ιουστινιανός πεζός, μαζί με τον λαό και τον Πατριάρχη, ξεκίνησαν από την εκκλησία της Αγίας Αναστασίας (όπου άλλοτε μιλούσε προς τον λαό ο Γρηγόριος ο Θεολόγος) κι έφθασαν στην Αγιά Σοφιά ο Ιουστινιανός, πρώτος και μόνος προχώρησε μέχρι τον άμβωνα, στάθηκε έκθαμβος και σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό είπε το περίφημο “Νενίκηκά σε Σολομών”. Η ημέρα αυτή ήταν η 27η Δεκεμβρίου του έτους 537. “...και ήτο η πόλις όλη ορθία, επευφημούσα την πομπικήν πορείαν του Βασιλέως και του Πατριάρχου. Πεζεύσας δε έδραμεν ο Ιουστινιανός μέχρι του άμβωνος, εξέτεινε τας χείρας, εδοξολόγησε τον Θεό και εν τη πλησμονή της αγαλλιάσεως ανέκραξεν. Νενίκηκά σε Σολομών!’’*
Ίσως θα ήταν αναγκαίο να αναφερθεί- για να κατανοήσει κανείς το μεγαλείο αυτού του επιτεύγματος- ότι ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάσθηκε 150 χρόνια για να ολοκληρωθεί, ενώ στην Αγία Σοφία έγιναν τα εγκαίνια μέσα σε 5 μόνο χρόνια και 11 μήνες, αφ ότου οι φλόγες είχαν εξαφανίσει τον παλιό ναό
ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΑ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ (ΘΡΑΚΙΚΟΣ ΘΡΥΛΟΣ)
Υπάρχει ένας νεοεελληνικός θρύλος από την περιοχή της Θράκης που μας πληροφορεί για τον τρόπο που με τον οποίο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός βρήκε το σχέδιο για το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας μετά το 530 π.χ. .
Ο θρύλος λοιπόν αυτός μας περιγράφει και μας εξηγεί ότι το σχέδιο για να κτισθεί η Αγία Σοφία, έγινε γνωστό στον αυτοκράτορα με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ΄αυτόν που μάθαμε από το μάθημα της Ιστορίας. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής αυτή η παράδοση γιατί δεν είναι γνωστή από άλλους τόπους παρά μόνο από τη Θράκη. Τη διηγιόντουσαν στη Βιζύη της Θράκης κατά τον 20 αιώνα, και εκεί, στην ιδιαίτερη στην ιδιαίτερη του πατρίδα την έμαθε μικρό παιδί ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Μάλιστα θέλοντας να σώσει από την λησμονιά αυτή την παράδοση-θρύλο την περιέγραψε έμμετρα μέσα στην ποιητική του συλλογή «Ατθίδες αύραι».
Ας δούμε λοιπόν τι λέει αυτός ο θρακικός θρύλος.
«Ηταν ο καιρός που ο αυτοκράτορας στην Πόλη είχε αποφασίσει να χτίσει την Αγία Σοφία. Είχε καλέσει τον πρωτομάστορα, και ο τελευταίος είχε κάνει ένα σχέδιο και ύστερα και άλλο και ύστερα και άλλα σχέδια, πώς να χτιστεί η μεγάλη εκκλησία . Κανένα όμως από αυτά τα σχέδια δεν ευχαριστούσε το βασιλιά. Ηθελε κάτι άλλο, πολύ πιο σπουδαίο. Και ο πρωτομάστορας κάθε μέρα προβληματιζόταν και πιο πολύ και σκεφτόταν τι νέο σχέδιο να φτιάξει.
Μια Κυριακή, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία, ζύγωσε πρώτος ο αυτοκράτορας να πάρει το αντίδωρο, εκείνο όμως του ξεφεύγει από το χέρι και πάφτει κάτω. Μια στιγμή αργότερα παρουσιάζεται μια μέλισσα που φτεροκοπούσε προς το ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας το πεσμένο αντίδωρο του αυτοκράτορα.Βγάζει αμέσως διαταγή ο βασιλιάς ότι όσοι έχουνε μελίσσια να τ΄ανοίξουνε και να ψάξουν, για να βρεθεί το αντίδωρο. Ψάχνει και ο πρωτομάστορας στα δικά του μελίσσια και τι βλέπει; Είχανε κάτσει οι μέλισσες μέρες πριν και είχανε φτιάξει με το κερί μέσα στην κυψέλη μιαν εκκλησία πανέμορφη και σκαλιστή και μεγαλοπρεπή, που δεν είχε όμοιά της σ΄ολόκληρη την Οικουμένη.Ολες οι λεπτομέρειες είχανε γίνει στην εντέλεια μέσα κι έξω στην εκκλησία. Η πόρτα της ανοιχτή, ο τρούλος έτοιμος οι κολώνες στη θέση τους, ως και η Αγία Τράπεζα τελειωμένη. Την είχαν αποτελειώσει σ΄όλα της την εκκλησία, και επάνω στην Αγία Τράπεζα της είχε φέρει εκείνη η μέλισσα και είχε αποθέσει το αντίδωρο του βασιλιά.
Είδε την εκκλησιά ο πρωτομάστορας και θαύμασε το τέλειο σχέδιό της. Την είδε κατόπιν και ο αυτοκράτορας και ήταν όλος χαρά. Το σχέδιο που είχανε φτιάξει οι μέλισσες, έγινε το σχέδιο που χτίστηκε η Αγία Σοφία!!!
Θρύλοι για την Αγία Σοφία
More PowerPoint presentations from aSGuest117916
Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ
ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ
Δημοσιογράφου –Συγγραφέα-Τουρκολόγου
Από την πρώτη στιγμή που η Κωνσταντινούπολη έπεσε στους Οθωμανούς και ο Μωάμεθ ο Φατίχ εισήρθε καβάλα στο άσπρο άλογό του στην Αγία Σοφία, (όπου επί αρκετή ώρα, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, έμεινε ακίνητος να κοιτάζει με έκσταση τον Παντοκράτορα στον τρούλο ενώ η εντυπωσιακή αυτή σκηνή έχει αποθανατιστεί και σε μια τουρκική ιστορική κινηματογραφική ταινία), ο μεγάλος αυτός ναός της Ορθοδοξίας έγινε το επίκεντρο διαφόρων μύθων και θρύλων που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους κατακτητές, προκαλώντας ένα έντονο δέος για το μεγαλούργημα αυτό της Ορθοδοξίας που τώρα το είχαν περικυκλώσει οι τέσσερις οθωμανικοί μιναρέδες.
Τα τελευταία χρόνια όμως ορισμένα γεγονότα με επίκεντρο την Αγία Σοφία και με αποκορύφωμα την απροσδόκητη εμφάνιση το καλοκαίρι του 2008 του Άγγελου στον Τρούλο, έχουν δημιουργήσει στους Τούρκους ένα έντονο κλίμα καχυποψίας και φόβου για τα μελλούμενα. Παράλληλα επανήλθαν στην επιφάνεια όλοι εκείνοι οι θρύλοι που κατά καιρούς είχαν συγκλονίσει και είχαν προκαλέσει στους μουσουλμάνους μια χαρακτηριστική φοβία για την εκ νέου ανάδυση της ορθόδοξης χριστιανικής ταυτότητας του ναού και τις κοσμογονικές συνέπειες αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος, παρά του ότι λειτουργούσε μέχρι το 1934 σαν μουσουλμανικό τέμενος.
Έτσι τον περασμένο Ιανουάριο, (20/1/2012), η μεγάλης κυκλοφορίας τουρκική εφημερίδα, Σαμπάχ, παρουσίασε ένα πραγματικά καταπληκτικό αφιέρωμα για τα «Μυστήρια της Αγίας Σοφίας», (Ayasofya’ nın gizlemleri), όπου αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο αυτό το κλίμα φοβίας που έχει καταβάλει τελευταία τους Τούρκους για τα όσα υπάρχουν κρυμμένα μέσα στον Ιερό Ναό και τα όσα προμηνύονται να συμβούν τα επόμενα χρόνια.
Το πρώτο σημαντικό στοιχείο από αυτό το αφιέρωμα, είναι μια αδιόρατη φοβία που διακρίνεται από τους Τούρκους στους κρυμμένους σταυρούς, συμβολικούς και μη, που υπάρχουν στο εσωτερικό του ναού, αλλά και στην κάτοψη όπως αυτή μπορεί κάποιος να την διακρίνει από ψηλά. Έτσι μεγάλο δέος παρατηρείται για τον λεγόμενο, (όπως τον αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Τούρκοι ), «Σταυρό του αποστόλου αγίου Ανδρέα», ο οποίος όπως είναι γνωστό είναι ο ιδρυτής της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα λοιπόν με την Σαμπάχ, στην οροφή του ναού υπάρχει ο Σταυρός του Αγίου Ανδρέα σε διαγώνιο μορφή, ένα σημαντικό σύμβολο που όχι μόνο δεν χάθηκε στους αιώνες της οθωμανικής κατοχής αλλά δεσπόζει με όλη την συμβολική σημασία του. Παράλληλα και ο «Σταυρός του Ιουστινιανού» τρομάζει τους Τούρκους καθώς οι θρύλοι αναφέρουν για ένα πανάρχαιο κειμήλιο που βρίσκεται μυστικό στην Αγία Σοφία και μάλιστα προέρχεται από την Αίγυπτο και έχει τρομακτική δύναμη. Γενικότερα η κατασκευή του μεγάλου αυτού ορθοδόξου αρχιτεκτονικού αριστουργήματος, σύμφωνα με τις ίδιες τις τουρκικές πηγές, βασίστηκε στο χριστιανικό σύμβολο του Σταυρού και το γεγονός αυτό εμπνέει το δέος αλλά και μια αδιόρατη φοβία για την μελλοντική επάνοδο της Αγίας Σοφίας στον φυσικό της κάτοχο, δηλαδή στην Ελληνορθόδοξη λατρεία.
Αλλά εκτός από τους σταυρούς, οι Τούρκοι αναφέρουν και άλλα μυστήρια και τρομακτικά για τους ίδιους που υπάρχουν στο εσωτερικό του ναού. Έτσι, όπως αναφέρει ο θρύλος, είναι γνωστό ότι μετά την μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος κτίστηκε το γνωστό Μιχράμπ, (το μουσουλμανικό σημείο της προσευχής), που εμφανίστηκε στην ανατολική πλευρά του ναού προς την κατεύθυνση της Μέκκας. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι σύμφωνα με τους τουρκικούς θρύλους μπροστά από το Μιχράμπ βρίσκεται θαμμένο ένα φέρετρο κατασκευασμένο από επίχρυσο μπρούντζο. Στο φέρετρο αυτό κείτεται η σωρός της βασίλισσας Σοφίας, (προφανώς γίνεται ταύτιση με την αγία Σοφία). Αυτή η βασίλισσα Σοφία και το φέρετρό της συνδέεται, σύμφωνα με τους τουρκικούς θρύλους, με μια «εντολή» που έχει περάσει δια μέσω των αιώνων μέχρι σήμερα. Η εντολή αυτή αναφέρει ότι δεν πρέπει κανένας να πειράξει αυτό το φέρετρο ούτε καν να το ακουμπήσει. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε, σύμφωνα με τον θρύλο αυτό, θα προκληθεί η «έγερση» της βασίλισσας Σοφίας και τότε ένας τρομακτικός θόρυβος θα τραντάξει όλο το οικοδόμημα του ναού προκαλώντας σεισμικά εσχατολογικά γεγονότα που τρομάζουν τους Τούρκους.
Αλλά ο θρύλος της βασίλισσας Σοφίας έχει και συνέχεα. Σύμφωνα λοιπόν με τις τουρκικές αναφορές, το φέρετρο αυτό προστατεύουν τέσσερις αρχάγγελοι που βρίσκονται πάνω στον Θόλο του ναού. Οι αρχάγγελοι αυτοί, όπως αναφέρουν και πιστεύουν οι Τούρκοι, είναι οι Τζεμπραΐλ, Μιχαήλ, Ισραφήλ και Αζραήλ. Σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους, ο Τζεμπραήλ προστατεύει τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ο Μιχαήλ τον ναό από τις εχθρικές επιθέσεις, ενώ οι Τζεμπραήλ και Ισραφήλ ήταν οι αγγελιοφόροι των γεγονότων από τις πολεμικές επιχειρήσεις στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Και οι τέσσερεις αυτοί αρχάγγελοι έχουν ταχτεί μετά την πτώση της Πόλης να προφυλάσσουν το φέρετρο της βασίλισσας Σοφίας από τον κίνδυνο κάποιος βέβηλος να το ανοίξει και να επέλθει η Δευτέρα Παρουσία.
Ένας άλλος σημαντικός μύθος που αναφέρουν οι μουσουλμάνοι είναι ο θρύλος του «Κρυμμένου Πατριάρχη» που μοιάζει με τον ελληνικό θρύλο για τον κρυμμένο παπά. Όπως αναφέρει η τουρκική παράδοση, στο νότιο μέρος του ναού υπάρχει ένας στενός διάδρομος που οδηγεί σε μια παμπάλαια αραχνιασμένη και πολύ μυστήρια πύλη για την οποία ο θρύλος την αναφέρει σαν την «Κλειστή Πύλη». Σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές, όταν ο Μωάμεθ ο Φατίχ μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο τελευταίος ελληνορθόδοξος Πατριάρχης μαζί με τους συνοδούς του τελούσε στο σημείο αυτό Θεία Λειτουργία. Μόλις οι οθωμανικές ορδές εισέβαλαν στον ναό, ο Πατριάρχης και όλη η συνοδεία του εισήλθε μέσα στην πύλη αυτή η οποία έκλεισε και από τότε χάθηκαν ενώ η πύλη έμεινε ερμητικά κλειστή και κανένας δεν τόλμησε ποτέ να την ανοίξει. Κάθε χρόνο στην Ανάσταση των ορθόδοξων χριστιανών μπροστά από την πύλη αυτή, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Σαμπάχ, εμφανίζονται…. κόκκινα αυγά!!! Ο θρύλος συμπληρώνεται από την προφητεία που φοβίζει τους Τούρκους, ότι όταν η πύλη αυτή ανοίξει, στον ναό θα ακουστούν ξανά οι χριστιανικές ελληνορθόδοξες ψαλμωδίες γι’ αυτό και τρομάζουν και μόνο στην ιδέα του ανοίγματος αυτής της μυστήριας πύλης.
Η τουρκική εφημερίδα αναφέρει και το μυστήριο του υπογείου τούνελ που υπάρχει σε κεντρικό σημείο στο εσωτερικό του ναού. Όπως αναφέρεται, από το σημείο αυτό υπάρχει μια δίοδος που οδηγεί σε ένα μεγάλο τούνελ. Το τούνελ αυτό, όπως υποστηρίζει η τουρκική εφημερίδα, οδηγεί μέχρι τα Πριγκηπόννησα και μάλιστα μέχρι την νήσο Πρώτη. Το μυστήριο για τους Τούρκους είναι το πώς κατασκευάστηκε αυτό το τούνελ και τι ρόλο έπαιξε στην μακρά ιστορία του ναού.
Μυστήριο για τους Τούρκους είναι και το μεγάλο αποτύπωμα από πέλμα κάποιου μεγάλου ζώου, ίσως ελέφαντα, που υπάρχει στην νοτιοδυτική πλευρά του θόλου ενώ και εδώ έχουν διαδοθεί κάποιες εσχατολογικές ιστορίες. Σύμφωνα με τους Τούρκους το αποτύπωμα αυτό είναι από το άλογο του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά το ερώτημα είναι πώς το άλογο πάτησε στο σημείο αυτό που βρίσκεται ψηλά προς τον θόλο.
Μεγάλο δέος δημιουργεί στους Τούρκους, όπως αναφέρει η Σαμπάχ και τα διάφορα μωσαϊκά που έχουν αναδυθεί με όλη την μεγαλοπρέπειά τους τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στο ιερό ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, παρά του ότι η μουσουλμανική θρησκεία θεωρεί σαν αμάρτημα την απεικόνιση πρόσωπων που σχετίζονται με θρησκευτικά γεγονότα. Ιδιαίτερο δέος τους προκαλεί το γνωστό μωσαϊκό που απεικονίζει τον Ιησού έχοντας την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στα δεξιά και αριστερά Του. Οι Τούρκοι το έχουν ονομάσει χαρακτηριστικά το «Μωσαϊκό της Αποκάλυψης» και ο συμβολισμός αυτός ανάγει στην εσχατολογική σημασία του που είναι έντονη στους μουσουλμάνους Τούρκους.
Επίσης ξεχωριστή αναφορά γίνεται και για τα μωσαϊκά που αναπαριστάνε γνωστούς βυζαντινούς αυτοκράτορες, όπως τον Ιωάννη τον Κομνηνό με τον Ιησού Χριστό και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο με την αυτοκράτειρα Ζωή. Όλες αυτές οι απεικονίσεις προκαλούν έντονο δέος, καθώς όλη αυτή η ελληνορθόδοξη χριστιανική μεγαλοπρέπεια και η εσωτερική δύναμη που αναδύουν αυτά τα ψηφιδωτά, έχουν γεννήσει διάφορους θρύλους για τους εσχατολογικούς τους συμβολισμούς. Οι συμβολισμοί αυτοί σχετίζονται με τις τουρκικές φοβίες για την επάνοδο στην επιφάνεια και στην εξουσία της αγίας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την ευλογία του ίδιου του Ιησού Χριστού.
Παρασκευή 18 Απριλίου 2014
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014
Η λειτουργία της αρχιτεκτονικής και η σύγχρονη εκκλησία
Η
εκκλησιαστική κτιριολογία αποτελεί ένα είδος ταμπού για την αρχιτεκτονική
παραγωγή. Παρά τον υπολογίσιμο αριθμό «νέων» εκκλησιών, τα άξια παραδείγματα
υψηλής αισθητικής δεν είναι πολλά και συνήθως προέρχονται από ιδιαίτερα
γνωστούς και ταλαντούχους μελετητές.
Του Ανδρέα
Γιακουμακάτου
Οι παρακάτω
σκέψεις έχουν ως κίνητρο ένα θεμελιώδες ερώτημα θεολογικό ταυτόχρονα και
αρχιτεκτονικό. Για ποιο λόγο η τυπολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχει
μεταβληθεί στο πέρασμα των αιώνων και ιδιαίτερα στη διάρκεια του 20ού,
συντηρώντας επίμονα μια χωρική αντίληψη που δεν παρουσιάζει σημάδια ανανέωσης
ανάλογα με τις μεταβολές των κοινωνικών συνθηκών και των αιτημάτων του
σύγχρονου πολιτισμού; Το ερώτημα θα μπορούσε να θεωρηθεί καινοφανές ή και
προκλητικό, αν σε κάθε γωνιά του κόσμου η χριστιανική θρησκεία αλλά και άλλα
δόγματα δεν έθεταν το ζήτημα με επιμονή και δεν επεδίωκαν να δώσουν μια
απάντηση εναρμονισμένη με τις εξελίξεις του λειτουργικού και την ανάγκη πιο
άμεσης επικοινωνίας της θρησκείας με το ποίμνιο. Αν η κατοικία του ανθρώπου
υιοθετεί άπειρες χωρικές μορφές, δεν κατανοείται για ποιο λόγο η κατοικία του
ορθόδοξου Θεού πρέπει να αποκρυσταλλώνεται σε μια χωρική λύση αμετάβλητη και
ανελαστική, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές και πολιτισμικές, ακόμη και τις
χωροταξικές, συνθήκες του περιβάλλοντος και του τοπίου. Δεν είμαστε ειδικοί του
λειτουργικού της ορθόδοξης λατρείας, αλλά τα ερωτήματα που τίθενται έχουν μια
λογική θεμελίωση και επιθυμούν να ανοίξουν διάλογο πάνω σε ένα τυπολογικό θέμα
που ουσιαστικά δεν απασχολεί την Ορθόδοξη Εκκλησία και απουσιάζει από το
σχεδιαστήριο των ελλήνων αρχιτεκτόνων.
Ο όρος
«εκκλησία» (λατ. ecclesia) υιοθετήθηκε από τον χριστιανισμό μέσω των
αποστολικών κειμένων για να καθορίσει την πράξη της «συνάθροισης», σε ενιαίο
χώρο, του σώματος των πιστών μαζί με τον Θεό και τους αγίους. Στο κτίριο της
εκκλησίας πραγματοποιείται η συμμετοχή του πιστού στη ζωή του Θεού και
ταυτόχρονα στην κοινωνία του χριστεπώνυμου πληρώματος. Ο Απόστολος Παύλος ήδη
αναφέρεται επανειλημμένα στην ανάγκη συγκεκριμένων χώρων για τη λατρεία. Από
τον 2ο αιώνα και μετά, όταν σχηματοποιείται το θρησκευτικό τελετουργικό, οι
χώροι αυτοί είναι ιδιωτικές κατοικίες, οι domus ecclesiae, που προσαρμόζονται
στις λατρευτικές ανάγκες. Τα πρώτα παραδείγματα του είδους επισημαίνονται στη
Μεσοποταμία μεταξύ του 3ου και του 4ου αιώνα και η τυπολογία τους οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική, της εποχής του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, προέρχεται μάλλον από την επεξεργασία διαφόρων στοιχείων της
παγανιστικής αρχιτεκτονικής προσαρμοσμένων στις νέες λειτουργικές απαιτήσεις.
Η εξέλιξη
της ναοδομίας
Μετά τον
Κωνσταντίνο η εκκλησιαστική τυπολογία εξελίσσεται με ποικίλους τρόπους, από
τους οποίους το σχήμα της βασιλικής και εκείνο του κτιρίου κεντρικής κάτοψης
συμβιώνουν με αξιοθαύμαστο τρόπο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Η εξέλιξη της
ναοδομίας πραγματοποιείται στη συνέχεια με διαφορετικά εκφραστικά μέσα στην
Ευρώπη και στο Βυζάντιο, και συμβάλλει στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής από κάθε
άποψη, κυρίως μορφοπλαστική και τεχνολογική-κατασκευαστική. Οι τυπολογικές
λύσεις ωστόσο παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες ως το τέλος του 19ου αιώνα.
Η ιστορία
της ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής δυτικής και ανατολικής
διαμορφώθηκε σε άμεση σχέση με την εξέλιξη του τυπικού της λειτουργίας. Το
τυπικό αυτό αποτέλεσε ένα είδος «οικοδομικού κανονισμού» για τον σχεδιαστή του
εκκλησιαστικού κτιρίου, έτσι ώστε να ικανοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο οι
τελετουργικές και λατρευτικές ανάγκες. Οι κανόνες όμως αυτοί που διέπουν το
τυπικό της λειτουργίας, επειδή αφορούν μια κοινότητα πιστών με διαφορετική κάθε
φορά σύνθεση, δραστηριότητες και συμμετοχή, δεν θεωρούνται απόλυτα σταθεροί και
αναλλοίωτοι αλλά μεταβλητοί, για να ανταποκριθούν ακριβώς στις ανάγκες κάθε
ιστορικής περιόδου, στις ανάγκες της κοινωνίας στις οποίες η Εκκλησία με την
πάροδο των ετών (είναι σκόπιμο να) προσαρμόζεται. Το λειτουργικό τυπικό βέβαια
δεν μπορεί να υπόκειται σε συνεχή μεταβολή και είναι γνωστό ότι σε όλα τα
δόγματα, της Ανατολικής Ορθόδοξης ή της Δυτικής Εκκλησίας, διατηρείται ένα
πλαίσιο απαράβατων θέσεων που καθορίζουν την πεμπτουσία των εξ αποκαλύψεως
αρχών τις οποίες πρεσβεύουν.
Το κτιριακό
κέλυφος
Στον χώρο
του καθολικού δόγματος επιχειρήθηκε πάντως, με την οικουμενική σύνοδο του
Βατικανού που ολοκληρώθηκε το 1965, να διαχωριστεί το σώμα των αμετάβλητων
λειτουργικών κανόνων (θεϊκής προέλευσης) από εκείνους που είναι δυνατόν να
μεταβληθούν, και για τον λόγο ότι αποτελούν αντικείμενο διαφορετικής θεολογικής
ερμηνείας. Από τη δεκαετία του '60, για παράδειγμα, η ίδια η ιταλική Επισκοπική
Σύνοδος έχει αναλάβει την πρωτοβουλία διεξαγωγής αρκετών αρχιτεκτονικών
διαγωνισμών με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε κάθε περιοχή της χώρας. Ο
γερμανόφωνος χώρος αποτελεί πάντως από τις αρχές του αιώνα το πιο πρόσφορο
έδαφος προβληματισμού με ενδείξεις πολύ ενδιαφέρουσας και ουσιαστικής ανανέωσης.
Η λειτουργία
δεν μπορεί να θεωρείται ένας άνυδρος και αφηρημένος κατάλογος τελετουργικών
διαδικασιών οι οποίες θα πρέπει απλώς να διεκπεραιωθούν, αλλά ενσαρκώνει τον
συλλογικό χαρακτήρα της θρησκευτικής μύησης σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες της
κοινότητας των πιστών. Για τον σχεδιασμό μιας εκκλησίας δεν μπορεί λοιπόν να
τίθεται το ζήτημα της μηχανικής εφαρμογής προκαθορισμένων κανόνων για την
επίλυση του προβλήματος της σχέσης μεταξύ κτιστού κελύφους και ιερής
ακολουθίας. Η λειτουργία εμπεριέχει την έννοια της «συμμετοχής» του κάθε
μεμονωμένου πιστού, έννοια η οποία μεταβάλλεται ανάλογα με την ιστορική και
πολιτισμική συγκυρία. Αν σήμερα με τον όρο «εκκλησία» καταφέρουμε να μην
εννοούμε απλώς το κτιριακό κέλυφος, αλλά κυρίως το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι
μεταβαίνουν στον συγκεκριμένο χώρο και συμμετέχουν στις διάφορες δραστηριότητες
που αναπτύσσονται από τη θρησκευτική κοινότητα, τότε επιστρέφουμε στη γνήσια,
πρωτοχριστιανική έννοια της «συνάθροισης». Τούτο σημαίνει ότι αναθεωρείται η
συνολική αντίληψη για τον προκαθορισμένο χαρακτήρα του κελύφους και
καθιερώνεται μια διαφορετική σχέση μεταξύ του αρχιτέκτονα, του ειδικού επί του
λειτουργικού και της κοινότητας των πιστών. Η εκτέλεση ενός μεγάλου μέρους του
τυπικού της ακολουθίας μπορεί να διεξάγεται ανεξάρτητα από προκαθορισμένες
χωρικές δεσμεύσεις, ενώ ο κυρίως ναός για το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα οφείλει να
ανταποκρίνεται σήμερα στις έντονα διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες (ας
σκεφθούμε μόνο την έννοια του «γυναικωνίτη» στη σύγχρονη ορθόδοξη εκκλησία ή το
γεγονός ότι δεν τίθεται πλέον θέμα διαχωρισμού των φύλων στο συμμετρικά αξονικό
εσωτερικό της). Οταν η πίστη δεν ταυτίζεται μηχανιστικά με ένα προδιαγεγραμμένο
κτιριακό κέλυφος, τότε πιθανώς γίνεται πιο συμμετοχική και ουσιαστική για τον
κάθε πιστό που σήμερα είναι πριν από όλα ένας συνειδητός πολίτης.
Η αίσθηση
ελευθερίας
Οι εκκλησίες
άλλωστε είναι κτίρια των οποίων η ζωή είναι μεγαλύτερη από εκείνη άλλων
χρηστικών κατασκευών. Η ανέγερσή τους, κατά συνέπεια, θα πρέπει να λαμβάνει
υπόψη όχι μόνο τις τεχνικές παραμέτρους φυσικής αντοχής αλλά και πνευματικής
διάρκειας, με την έννοια της διαμόρφωσης ενός κελύφους που να είναι σε θέση να
ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες όχι μόνο από την άποψη του λειτουργικού
αλλά εξίσου από εκείνη της κοινωνικής χρηστικότητας και ανταπόκρισης, αν η
θρησκεία επιθυμεί να βρίσκεται στο κέντρο της ζωής του πληρώματος και των
αιτημάτων του σύγχρονου πολιτισμού. Το σύγχρονο κτιριακό κέλυφος της εκκλησίας
πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν βαθμό «δημοκρατικής ελαστικότητας», να δίνει
δηλαδή μια αίσθηση ελευθερίας στα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας, πράγμα που
δεν συνδέεται τόσο με χρηστικές παραμέτρους όσο με τον χωρικό πλούτο ενός
κτιρίου ανοιχτού στον πνευματικό διάλογο με το θείο. Στην πρόσφατη ιστορία της
δυτικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής υπάρχουν αρκετά παραδείγματα σχεδιασμένα
από αρχιτέκτονες που ερμήνευσαν με ανανεωτικό τρόπο τη βαθύτερη έννοια του
λειτουργικού της ιερής ακολουθίας, συμβάλλοντας έτσι σε μια γενικότερη,
«επίσημη» υιοθέτηση αυτών των προσεγγίσεων.
Το κτίριο
της εκκλησίας δεν φιλοξενεί απλώς μια τελετή αλλά μεταποιεί την εσώτερη σημασία
της. Η εκκλησία, θεωρητικά, μπορεί να έχει άπειρες μορφές και κάθε κέλυφος
μπορεί να είναι κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό, από τη στιγμή που υποβάλλει
«πνευματική υπεραξία» στον χώρο στον οποίο συντελείται η ιερή ακολουθία. Τούτο
δεν σημαίνει ότι από τη στιγμή όπου υπάρχουν κακά αρχιτεκτονικά παραδείγματα σε
κάθε τυπολογική κατηγορία το θέμα του εκκλησιαστικού κτιρίου μπορεί να
αναπτύσσεται ανεξάρτητα από έναν έλεγχο, που έχει όμως να κάνει περισσότερο με
την κοινή λογική και το κάθε φορά γενικώς αποδεκτό θρησκευτικό αίσθημα παρά με
δογματικές αντιλήψεις συντηρητικής προσκόλλησης σε πρότυπα που ουσιαστικά
εξαιρούν τη ναοδομία από οποιονδήποτε σύγχρονο προβληματισμό.
«Το να
σχεδιάζεις μια εκκλησία είναι λιγάκι σαν να επανασχεδιάζεις τη θρησκεία, σαν να
επαναπροσδιορίζεις την ουσία της» σημείωνε σε ένα κείμενο της δεκαετίας του '50
ο Gio Ponti. Ο ιταλός αρχιτέκτονας υπογράμμιζε έτσι την ανάγκη αποκάλυψης της
ουσίας των πραγμάτων, της εγκατάλειψης κάποιων επιφανειακών συμβάσεων που είναι
αποτέλεσμα περισσότερο πνευματικής αδράνειας. Χωρίς αμφιβολία το θέμα είναι από
τα πιο απαιτητικά για τον σύγχρονο αρχιτέκτονα, από τον οποίο απαιτείται η
ικανότητα υπέρβασης και αναμέτρησης με την ίδια την ιστορία και μια μακραίωνη,
ισχυρότατη παράδοση.
Στη διάρκεια
του 20ού αιώνα η σχέση μεταξύ δυτικής ναοδομίας και αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας
υπήρξε αντιφατική και για τον λόγο ότι το μοντέρνο κίνημα προσανατολίστηκε
περισσότερο στην επίλυση «πολιτικών» και κοινωνικών προβλημάτων, όπως η
εξασφάλιση βιώσιμων οικιστικών συνθηκών για τις μάζες των βιομηχανικών εργατών
και η ανανέωση της αρχιτεκτονικής γλώσσας, σχετικής με τυπολογικά θέματα που
αντιστοιχούσαν σε πιο πιεστικές ανάγκες του σύγχρονου πολιτισμού. Με ανάλογο
τρόπο προσανατολίστηκαν και οι νεότερες γενιές των αρχιτεκτόνων, πλησιέστερων
στα αιτήματα της νέας αρχιτεκτονικής και πάντως αποκλεισμένων από την
επεξεργασία του κτιριολογικού θέματος του σύγχρονου ναού. Τα εκκλησιαστικά
κτίρια, κατά συνέπεια, που εναρμονίζονταν με το κλίμα του σύγχρονου
αρχιτεκτονικού διαλόγου πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη με σημαντική καθυστέρηση,
που οφείλουμε να πούμε ότι οφείλεται τόσο στον ακαδημαϊσμό της αρχιτεκτονικής
παράδοσης των τελευταίων αιώνων όσο και στον συντηρητισμό των εκκλησιαστικών
αρχών.
Το γεγονός
αυτό οδήγησε, όχι σπάνια, σε παρανοήσεις και στην πραγματοποίηση εκκλησιαστικών
κτιρίων που αφενός χαρακτηρίζονται από έναν μοντερνιστικό φορμαλισμό, αφετέρου
από την εφαρμογή τυπολογικών λύσεων ουσιαστικά συμβατικών. Παρά τον υπολογίσιμο
αριθμό «νέων» εκκλησιών, τα άξια παραδείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής δεν είναι
πολλά και συνήθως προέρχονται από ιδιαίτερα γνωστούς και ταλαντούχους
μελετητές. Το θέμα άλλωστε είναι τόσο ευαίσθητο και ολισθηρό που δεν αφήνει
περιθώρια για αβασάνιστους πειραματισμούς, ενώ ως πρόσφατα δεν περιλαμβανόταν
στα ενδιαφέροντα της αρχιτεκτονικής κριτικής. Ακόμη όμως και όταν συμβαίνει
αυτό, η ανάλυση έχει κυρίως μορφοπλαστικό χαρακτήρα, παραβλέποντας το ειδικό
πνευματικό, υπερβατικό θα λέγαμε, περιεχόμενο που πρέπει να διέπει την
οντολογία του εκκλησιαστικού κελύφους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα
σημαντικότερα παραδείγματα της δυτικής «νέας ναοδομίας», πέρα από τα στοιχεία
ανανέωσης που εισάγουν στο τυπολογικό επίπεδο και σε εκείνο της λειτουργίας (με
τη διπλή έννοια της λέξης), βρίσκονται σε έναν αιρετικό διάλογο με τη σύγχρονη
αρχιτεκτονική, με την έννοια ότι υπερβαίνουν τις συμβάσεις της και συμβάλλουν
στον εμπλουτισμό αυτού καθαυτού του αρχιτεκτονικού πολιτισμού της εποχής τους.
Η δυτική
τυπολογία
Η δυτική
εκκλησιαστική τυπολογία σήμερα δεν έχει καταλήξει σε αποκρυσταλλωμένες λύσεις.
Χαρακτηρίζεται από ένα καθεστώς ελεύθερων επιλογών που συνδέονται τόσο με τις
τεχνολογικές εξελίξεις όσο και με την προσωπικότητα των μεμονωμένων
αρχιτεκτόνων, ενώ λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του δομημένου
περιβάλλοντος στο οποίο ο ναός εντάσσεται. Το κτίριο της εκκλησίας είναι ένα
σχεδιαστικό θέμα όπως όλα τα άλλα που συνθέτουν την ταυτότητα του ιστού της
πόλης. Η ιδιαιτερότητά του επιτρέπει την επεξεργασία ενός διακεκριμένου
αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, αλλά δεν συνιστά την απομόνωση ή την έλλειψη κάθε
διαλόγου και οργανικής ένταξης στο αστικό (ή και στο φυσικό) πλαίσιο.
Είναι γνωστό
ότι στη νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική το θέμα του χαρακτήρα της ορθόδοξης
εκκλησίας, και αν ακόμη έχει τεθεί, δεν έχει οδηγήσει σε ουσιαστική
αντιμετώπιση. Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε σε κάποιες προσπάθειες (ιδιαιτέρως
σε μη πραγματοποιημένες μελέτες) που στο πλαίσιο της συνολικής αρχιτεκτονικής
παραγωγής του αιώνα μας καταλαμβάνουν μια περιθωριακή θέση. Ο τελευταίος που
ασχολήθηκε δημιουργικά με το θέμα είναι ο Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939), ο
οποίος περιορίστηκε σε μια επεξεργασία του νεοβυζαντινού λεξιλογίου
υιοθετώντας, σε λίγες περιπτώσεις, το οπλισμένο σκυρόδεμα. Η εκκλησιαστική
κτιριολογία αποτελεί ταμπού για τους έλληνες αρχιτέκτονες, ενώ τα πρόσφατα
χτισμένα παραδείγματα που μας περιβάλλουν είναι συχνά ανάξια οποιουδήποτε
κριτικού σχολίου. Ισως σήμερα είναι καιρός η ελληνική Εκκλησία να προσεγγίσει
με νέα αντίληψη το ζήτημα, όχι μόνο για να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες της
σύγχρονης αρχιτεκτονικής αλλά κυρίως για να επαναπροσδιορίσει την έννοια της
πίστης σε διαφοροποιημένες κοινωνικές συνθήκες και να εξασφαλίσει την
ουσιαστική συμμετοχή της στον αστικό και στον πνευματικό πολιτισμό της τρίτης
χιλιετίας.
Αντρέας
Γιακουμακάτος -
αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
«Υπόδειγμα Ορθόδοξης Ναοδομίας, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης»
«Υπόδειγμα Ορθόδοξης Ναοδομίας, κατά τον άγιο
Γρηγόριο Νύσσης»
Με αφορμή το ομότιτλο βιβλίο του
αρχιτέκτονα Βασίλη Αν. Χαρίση
του Βασιλείου Βούκλιζα,
Τοπογράφου-Μηχανικού
Πρόσφατα
ανέγνωσα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του αρχιτέκτονα Βασίλη Αν. Χαρίση με τίτλο
«Υπόδειγμα Ορθόδοξης Ναοδομίας, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης» (εκδ. Αρχείο
Παραλειπομένων Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Αθήναι 2003). Ο κ. Χαρίσης
μες στις σελίδες του βιβλίου του «ξανακτίζει» με τις επιστημονικές γνώσεις του
και με την θεολογική βοήθεια του Αρχιμ. π. Παγκρατίου Μπρούσαλη, τον περικαλλή
Ναό όπως τον είχε συλλάβει με τον θεολογικό του νου ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης
και τον είχε περιγράψει σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο. Το
αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Στην συνέχεια θα καταγράψω μερικές σκέψεις μου
από την ανάγνωση του βιβλίου αυτού.
*
Οι επιστολές
των αγίων της Εκκλησίας είχαν πάντα μεγάλο θεολογικό ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί
είτε απευθυνόντουσαν σε επισκόπους, κληρικούς η μοναχούς, είτε σε πνευματικά
τους παιδιά η σε οποιονδήποτε ζητούσε την συμβουλή και την γνώμη τους πάντα ο
λόγος τους ήταν (και είναι) καθοδηγητικός, νουθετικός, ελεγκτικός με
«απαλότητα» και διάκριση, παρακλητικός κλπ. Ένας λόγος που πολλές φορές
αρκείται σε ένα και μόνο ρήμα της Αγίας Γραφής για να δημιουργήση αναλύοντάς το
και ολόκληρα βιβλία. Άλλωστε, αν η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν τον
νόμο, τα κείμενα των αγίων Πατέρων είναι κατά τρόπο τινά οι ερμηνευτικές του
εγκύκλιοι.
Περί τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης
έστειλε προς τον επίσκοπο Αμφιλόχιο μια επιστολή στην οποία εκθέτει τις απόψεις
του για έναν τύπο ναού που θα κατασκευαζόταν στο Ικόνιο –περιοχή επισκοπής του
Αμφιλοχίου.
Πρόκειται για μια μικρή σε έκταση επιστολή που
εντυπωσιάζει για το λεπτομερές αρχιτεκτονικό της περιεχόμενο που στηρίζεται σε
θεολογικό υπόβαθρο. Εδώ παραθέτουμε το «αρχιτεκτονικό» τμήμα της επιστολής.
Ολόκληρη η επιστολή βρίσκεται σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Παγκρατίου
Μπρούσαλη στις σελ. 22-29 του βιβλίου. Αποσπάσματα δε αυτής σχολιάζονται
παρακάτω.
«Το σχήμα του ναού είναι σταυρός που σχηματίζεται,
όπως είναι φυσικό, από τέσσερις ξεχωριστούς οίκους. Και όπως βλέπουμε σε όλους
τους σταυροειδείς ναούς οι συμβολές των χώρων αυτών ενώνονται μεταξύ τους. Στη
μέση του σταυρού υπάρχει κύκλος, μετασχηματισμένος σε οκτώ γωνίες. Ονομάζω
κύκλο το οκτάγωνο σχήμα, επειδή διαγράφει νοητή περιφέρεια, ώστε οι τέσσερις
πλευρές του οκταγώνου, οι οποίες βρίσκονται διαμετρικά απέναντι η μία από την
άλλη, να συνδέουν με αψίδες τους παρακείμενους τέσσερις οίκους με τον κεντρικό
κύκλο. Οι άλλες τέσσερις πλευρές του οκταγώνου, οι οποίες εκτείνονται μεταξύ
των τετραγώνων οίκων, δεν συνεχίζουν να προεκτείνονται και αυτές, ώστε να
σχηματίζουν ιδιαίτερους χώρους, αλλά κάθε μία από αυτές θα είναι ημικύκλιο που αναπτύσσεται
προς τα άνω κοχλιοειδώς και θα στηρίζεται πάνω σε αψίδα. Και εδώ θα είναι οκτώ
όλες οι αψίδες, με τις οποίες εκ παραλλήλου τα τετράγωνα και τα ημικύκλια θα
συνδέονται με τον μεσαίο χώρο. Μεταξύ δε των διαγωνίων πεσσών θα στηθούν
ισάριθμοι κίονες για λόγους αισθητικής αλλά και αντοχής. Και αυτοί οι κίονες θα
έχουν από πάνω τους αψίδες, που θα κατασκευαστούν συγχρόνως με τις εξωτερικές.
Πάνω από
αυτές τις οκτώ αψίδες, για λόγους συμμετρίας με τα υπερκείμενα παράθυρα, θα
ανυψωθή ο οκταγωνικός χώρος σε τέσσερις πήχεις επί πλέον, ώστε το σχήμα
ανάπτυξης της οροφής του να είναι τρούλος κωνοειδούς μορφής με πλατιά βάση η
οποία θα καταλήγη σε οξεία σφήνα. Οι διαστάσεις κάθε ορθογωνικού οίκου θα είναι
οκτώ πήχεις κατά το πλάτος και μιάμιση φορά μεγαλύτερες κατά το μήκος, και το
ύψος θα είναι όσο η αναλογία ως προς το πλάτος απαιτεί. Οι ίδιες διαστάσεις θα
διατηρηθούν και για τα ημικύκλια. Επίσης το συνολικό διάστημα μεταξύ των πεσσών
θα εκτείνεται σε οκτώ πήχεις και το πλάτος θα καθορισθή από την περιφέρεια που
θα διαγράψη ο διαβήτης με κέντρο το μέσο της πλευράς και φθάνοντας στο άκρο
της. Και αυτών το ύψος θα είναι όσο η αναλογία ως προς το πλάτος απαιτεί. Το
πάχος του τοίχου εξωτερικά των διαστάσεων που μετρήθηκαν στο εσωτερικό θα είναι
τρία πόδια και θα περιβάλλη όλο το έργο».
Στο δεύτερο μέρος της επιστολής ο άγιος Γρηγόριος
φαίνεται ότι έχει διερευνήσει λεπτομερώς –και σύμφωνα με την ιδέα που έχει για
το ναό– τις παραμέτρους της κατασκευής ως προς τα υλικά, την δαπάνη, τον
χρονικό προγραμματισμό και εκθέτοντάς τες προς τον Αμφιλόχιο του ζητά να
συνεκτιμήση τον αριθμό των εργατών που θα στείλη, ώστε να μην είναι λιγότεροι
ούτε περισσότεροι από τους απαιτούμενους και σε συνεργασία με τους ντόπιους να
τελειώσουν την κατασκευή στο συντομότερο χρόνο και με το μικρότερο κόστος.
Στο πρώτο μέρος της επιστολής ο άγιος δίνει με τόση
ακρίβεια τα κατασκευαστικά στοιχεία του ναού, σαν να τον είχε μπροστά του η να
έβλεπε σχεδιαγράμματα. Όμως σχέδιο του ναού δεν υπήρχε. Γιατί αν υπήρχε, θα το
έστελνε συνημμένο με την επιστολή η θα το ανέφερε. Βέβαια είχε υπ’ όψιν του
κάποιους ναούς – προσκυνήματα που είχε επισκεφθή, ο τύπος όμως που πρότεινε
διέφερε από αυτούς• ήταν μια πρωτότυπη σύλληψη.
Όταν λοιπόν η ακρίβεια της περιγραφής είναι τέτοια
ώστε να λέη «οι διαστάσεις κάθε ορθογωνικού οίκου θα είναι οκτώ πήχεις κατά το
πλάτος και μιάμιση φορά μεγαλύτερες κατά το μήκος και το ύψος θα είναι όσο η
αναλογία ως προς το πλάτος απαιτεί. Επίσης το συνολικό διάστημα μεταξύ των
πεσσών θα εκτείνεται σε οκτώ πήχεις και το πλάτος θα καθορισθή από την
περιφέρεια που θα διαγράψη ο διαβήτης με κέντρο το μέσο της πλευράς και
φθάνοντας στο άκρο της», και αναλογιζόμενοι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν από
τους μεγίστους Πατέρες της Εκκλησίας μας, μάλλον οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι
η ιδέα του ναού ήταν για τον άγιο προϊόν φώτισης.
Συνδέεται όμως και με την θεολογία του αγίου σύμφωνα
με την οποία ο ναός είναι σύμβολο θεοφανείας. Ένας κτιστός χώρος που θα είχε
την ικανότητα να «χωρέση τον Αχώρητον».
Η εποχή που γράφτηκε η επιστολή (τέλος 4ου μ.Χ αιώνα)
ήταν έντονη για την Εκκλησία. Από την μία είχε να αντιμετωπίση την
ειδωλολατρική θρησκεία, που δεν είχε ακόμα εκλείψει, και από την άλλη τις
αιρέσεις που αναφύονταν στο εσωτερικό της. Ήταν επίσης εποχή Οικουμενικών
Συνόδων στις οποίες διατυπώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Σε όλα τα παραπάνω
συμμετείχε ενεργά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που η
Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος να τον αποκαλέση «Πατέρα Πατέρων».
Επομένως, σύμφωνα με την ανάλυση του συγγραφέα, στην
νοητική σύλληψη του Αγίου για τον ναό ο όρος «Πατέρα παντοκράτορα» σημαίνει την
ανάγκη να υπάρχη ένα κυρίαρχο σημείο αναφοράς, επιβλητικό, που θα δηλώνη κάλυψη
προστασίας και αγάπης. Σχεδιαστικά λοιπόν αυτό το στοιχείο πρέπει να κυριαρχή,
άρα να βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, να αποτελή σκέπη - «αγκάλισμα» και γι’
αυτό σκέπτεται την κάλυψη του χώρου με μια δεσπόζουσα κοίλη οροφή.
Οι όροι «Έναν Κύριον Ιησού Χριστόν» ως «Φως εκ Φωτός,
κατελθόντα, αναστάντα και πάλιν ερχόμενον» σημαίνουν την ανάγκη να υπάρχη μια
κυρίαρχη πηγή φωτός σε θέση όπου το φως θα έρχεται από ψηλά και θα επανέρχεται.
Και εφ’ όσον το φως συμβολίζει τον αναστάντα Χριστό η φωτεινή αυτή πηγή θα
στέλνη το φως στα κάτω, ώστε αυτά να έλκονται άνω εις ανά-στασιν.
Ο όρος «Πνεύμα, ζωοποιόν εκ του Πατρός εκπορευόμενον»
δηλώνει πως το φως θα έρχεται από το κυρίαρχο σημείο της οροφής, όπου βρίσκεται
η θέση του «Πατέρα» και μάλιστα ως φως ήπιο, θερμό, «Ιλαρόν».
Ο όρος «ανάστασιν νεκρών» σχεδιαστικά σημαίνει να
λειτουργή μια αισθητική έλξις από την κάτω στάση των «νεκρών», που είναι θέση
ενός ψυχρού και σκοτεινού χώρου, προς την άνω στάση την ανά-σταση, στην θέση
ενός χώρου ζωής, άρα χώρου θερμού και φωτεινού.
Επίσης ο όρος «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών», που σημαίνει
πράξη άπειρης αγάπης, υπαγορεύει την σχεδιαστική υποχρέωση ο κτιστός χώρος ως
«θυσιαστήριο» του «Σταυρωθέντος» να διαθέτη τέτοιο ύφος που θα εκφαίνη την
αίσθηση αυτής της άπειρης αγάπης.
Όλα τα παραπάνω όριζαν τις θεολογικές «προδιαγραφές»
μιας ορθόδοξης άποψης που κάνει τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης να υποστηρίζη ότι ο
ναός έπρεπε να αποτελή χώρο που να λειτουργή συγκινησιακά, με τρόπο ώστε να
υπηρετή έναν συγκεκριμένο λόγο.
Η πρόκληση για τον συγγραφέα του βιβλίου ήταν ότι οι
τεχνικές πληροφορίες που αναφέρονται στην επιστολή με συγκεκριμένες διαστάσεις
και στοιχεία και γενικότερα η σαφήνεια της περιγραφής μπορούσε να αποδώση σε
σχέδια την αρχιτεκτονική μορφή του ναού με ικανοποιητική ακρίβεια.
Έτσι στις πάνω από διακόσιες σελίδες του βιβλίου
ξεκινώντας από κατόψεις και τομές, και τα γενικότερα αρχιτεκτονικά σχέδια,
αναλύει τα τεχνικά στοιχεία, τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής, την στατική
επάρκεια του προκύπτοντος ναού, συνεχίζει με τον προϋπολογισμό, τον χρονικό
προγραμματισμό και την συμφωνία ανάθεσης του έργου για να καταλήξη σε
αισθητικές παραμέτρους που αφορούν μορφές, κλίμακες, φως, ήχο, σύμβολα. Όλα
αυτά τα τεκμηριώνει και τα παρουσιάζει και με σχέδια μερικά εκ των οποίων
παραθέτουμε και εδώ.
Δεν γνωρίζουμε αν τελικά ο συγκεκριμένος ναός
κατασκευάσθηκε και αν έμοιαζε αρκετά με αυτόν που παρουσιάζει ο κ. Β. Χαρίσης.
Δεν γνωρίζουμε αν τέλος πάντων πήγαν οι τεχνίτες και αν έφτασαν και τα χρήματα
για την πληρωμή τους, αφού, όπως λέγει με χιούμορ ο άγιος, «το χρήμα και ο
πλούτος, ενάντια του οποίου τόσες φορές έχω καταφερθεί, τελικά απομακρύνθηκε
από εμέ όσο γινόταν πιο μακριά, επειδή πιστεύω ότι μίσησε τη συνεχή εναντίον
του καταφορά μου και διαχώρισε με ένα χάσμα αγεφύρωτο, δηλαδή τη φτώχεια, τον
εαυτόν του από εμέ, ώστε ούτε αυτός να φθάνη σ’ εμάς, ούτε εμείς να διαβαίνουμε
προς εκείνον».
Ας μείνουμε στο γεγονός ότι η θεολογία που αναπτύχθηκε
στον 4ο μ.Χ. αιώνα ενέπνευσε στον άγιο Γρηγόριο την ιδέα ενός τύπου ναού να την
εκφράζη και στις ημέρες μας ένα σύγχρονο αρχιτέκτονα να απεικονίση την ιδέα
αυτή.–
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)